- ἐπαύξω
- V 0-0-0-0-1=1 3 Mc 2,25to increase
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
επαύξη — ἐπαύξη, η (Α) [επαύξω] επαύξηση … Dictionary of Greek
συνεπαύξω — Α [ἐπαύξω] βοηθώ ή συντελώ στην επαύξηση … Dictionary of Greek